- προυπαρχόντων
- προυπαρχόντων , προυπάρχωtake the initiative inpres part act masc/neut gen plπρουπαρχόντων , προυπάρχωtake the initiative inpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προὐπαρχόντων — προεπαρχόντων , πρό ἐπάρχω rule over pres part act masc/neut gen pl προεπαρχόντων , πρό ἐπάρχω rule over pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek
ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… … Dictionary of Greek
ιζηματογενής — ές γεωλ. 1. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιζήματος το οποίο προκύπτει από μια ιζηματογένεση 2. φρ. «ιζηματογενή πετρώματα» τα λιθοποιημένα αντίστοιχα τών ιζημάτων, τα οποία σχηματίζονται στην ξηρά ή στους πυθμένες θαλάσσιων και λιμναίων… … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
κλαστικός — ή, ό [κλω] 1. αυτός που γίνεται με θραύση ή κατά τμήματα 2. φρ. α) ανατ. «κλαστική ανατομία» αναπαράσταση τού σώματος τού ανθρώπου με τεχνητούς πίνακες που λύνονται, τεμαχίζονται, για να φαίνονται κάτω από τα αφαιρούμενα τεμάχια τα διάφορα μέλη ή … Dictionary of Greek
κροκαλοπαγής — ές (για πετρώματα) αυτός που αποτελείται από αδρομερή θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων που συνδέονται μεταξύ τους με λεπτόκοκκη θεμελιώδη μάζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκάλη + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου,… … Dictionary of Greek
λατυποπαγής — ές (πετρογρ.) 1. αυτός που αποτελείται από λατύπες 2. το ουδ. ως ουσ. το λατυποπαγές λιθοποιημένο ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από λατύπες, δηλ. από γωνιώδη θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων συνδεόμενα μεταξύ τους με μια λεπτόκοκκη… … Dictionary of Greek
λυσιγόνος — ο, θηλ. και α βιολ. 1. αυτός που προκαλεί διάσπαση ή καταστροφή κυττάρων 2. φρ. «λυσιγόνος σχηματισμός» κοιλότητα που σχηματίζεται από την καταστροφή προϋπαρχόντων κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lysigene < lysi (< λυσι *) +… … Dictionary of Greek